Μαρίνα

 

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?

Ποιες θάλασσες ποια ακρογιάλια ποιοι γκρίζοι βράχοι και ποια νησιά
Ποια νερά γλείφουν την πλώρη
Και πεύκου άρωμα και η τσίχλα των δασών να κελαηδεί μέσ’ απ’ την ομίχλη
Ποιες εικόνες επιστρέφουν
Ω κόρη μου.

Εκείνοι που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, δηλαδή
Θάνατος
Εκείνοι που φαντάζουν με τη δόξα του κολιμπριού, δηλαδή
Θάνατος
Εκείνοι που κάθονται στο χοιροστάσιο της ικανοποίησης, δηλαδή
Θάνατος
Εκείνοι που υπομένουν την έκσταση των ζώων, δηλαδή
Θάνατος

Έχουν γίνει επουσιώδεις, μειωμένοι από έναν άνεμο,
Μιαν ανάσα πεύκου, και την ομίχλη του δασοτραγουδιού
Απ’ αυτή τη χάρη διαλυμένοι επί τόπου

Τι είναι αυτό το πρόσωπο, λιγότερο ορατό και ορατότερο
Ο σφυγμός στο χέρι, λιγότερο δυνατός και δυνατότερος ―
Χάρισμα ή δάνειο; πιο μακρινό από τ’ αστέρια και πιο κοντινό απ’ το μάτι
Ψίθυροι και γέλια μικρά ανάμεσα σε φυλλωσιές και πόδια που τρέχουν
Κάτω από τον ύπνο, όπου συναντιούνται όλα τα νερά.

Πρόβολος σκασμένος απ’ τον πάγο και μπογιά σκασμένη απ’ τη ζέστη.
Eγώ το ’φτιαξα, έχω ξεχάσει
Και θυμάμαι.
Tα ξάρτια αδύνατα και σάπια τα πανιά
Ανάμεσα σε ένα Iούνη και ένα άλλο Σεπτέμβρη.
Το ’φτιαξα χωρίς να το ξέρω, σχεδόν ασύνειδος, άγνωστος, δικό μου.
Η έδρα νομέα μπάζει νερό, οι τσόντες θέλουνε καλαφάτισμα.
Tούτη η μορφή, τούτο το πρόσωπο, τούτη η ζωή
Ζει για να ζει σ’ ένα κόσμο χρόνου πιο πέρα από μένα• άσε με
Να αφήσω τη ζωή μου για αυτή τη ζωή, τα λόγια μου για εκείνα τα ανείπωτα,
Τα ξυπνημένα, τα μισάνοιχτα χείλη, την ελπίδα, τα καινούργια καράβια.

Ποιες θάλασσες ποια ακρογιάλια ποια νησιά από γρανίτη προς τις πόστες μου
Και τσίχλα των δασών να καλεί μέσ’ απ’ την ομίχλη
Κόρη μου.

T. S. Eliot
Μετάφραση από τα αγγλικά, Παύλος Ανδρόνικος