Αναπόληση

 

Για τον Σουλεϊμάν

 

Θυμάσαι πώς εκείνο το δέντρο
φλεγόταν λαμπερά με φόντο τη δύση,
σαν ένα αιματοβαμμένο χέρι; Και τους οιωνούς…
τους θυμάσαι, φίλε μου;
Ο αετός με τη σπασμένη φτερούγα
που στρίγκλιζε για τους νεοσσούς του,
το γεράκι που κατηφόριζε σαν εφιάλτης;

Εμείς τρέμαμε στο σκοτάδι τη νύχτα που
ο άνεμος κατέβαινε το βουνό ουρλιάζοντας
και προσευχηθήκαμε…
ψιθυρίζοντας χωρίς πίστη ή ελπίδα
τις μισοξεχασμένες λέξεις που είχαμε μάθει
παιδιά σ’ άλλους καιρούς.

Όμως μετά, εσύ πήρες το δικό σου δρόμο
και εγώ, εγώ πήρα τον δικό μου,
αν και κι οι δυο δρόμοι οδηγούσαν στην καταστροφή.
Αφού ο ήλιος βυθίστηκε για πάντα
στη θάλασσα των απραγματοποίητων πόθων μας,
πού αλλού θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν;
Θυμάσαι πώς τσιτσίρισαν τα νερά;

Παύλος Ανδρόνικος
Μετάφραση: Άννα Χατζηνικολάου

As published in Antipodes 70 (2024) p. 132.